Το κοινό κρυολόγημα είναι ένας συμβατικός όρος για τις ήπιες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, οι οποίες παρουσιάζουν τα εξής κύρια συμπτώματα: ρινική συμφόρηση, καταρροή, φτέρνισμα, ερεθισμένο λαιμό και βήχα. Αν και ο όρος φαίνεται να υπονοεί ότι υπάρχει μόνο μια αιτία για την πάθηση, το κοινό κρυολόγημα είναι για την ακρίβεια μία ετερογενής ομάδα ασθενειών, που προκαλούνται από πολλούς διαφορετικούς ιούς.
Πρόκειται συνήθως για μια αυτοϊώμενη νόσο, που επηρεάζει κυρίως το ανώτερο αναπνευστικό. Ωστόσο, σε μερικούς ασθενείς η ιογενής λοίμωξη επηρεάζει και γειτονικά ζωτικά όργανα, με αποτέλεσμα διαφορετικές κλινικές εκδηλώσεις ενώ μερικές φορές το κοινό κρυολόγημα καταλήγει σε βακτηριακές επιπλοκές(1).
Αν και το κοινό κρυολόγημα έχει κατά κανόνα ήπια έκβαση, επιφέρει μεγάλη αναστάτωση στην κοινωνία, οδηγεί σε πολλές επισκέψεις σε ιατρούς και ευθύνεται για πληθώρα απουσιών από την εργασία και το σχολείο(1).
Ένα παιδί προσχολικής ηλικίας αναμένεται να νοσήσει με κοινό κρυολόγημα 5-7 φορές ετησίως, ωστόσο ένα 10%-15% των παιδιών θα νοσήσει τουλάχιστον 12 φορές ετησίως. Η συχνότητα νόσησης μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία και κυμαίνεται σε 2 με 3 φορές ετησίως, έως την ενηλικίωση(2).
Το πρώτο σύμπτωμα, που συνήθως ο ασθενής παρατηρεί είναι o ερεθισμένος λαιμός και ακολουθεί ρινική συμφόρηση και καταρροή. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο ερεθισμός του λαιμού υποχωρεί εντός 3ημέρου και κυριαρχούν τα ρινικά συμπτώματα.
Ο βήχας εμφανίζεται περίπου στο 30% των περιστατικών κοινού κρυολογήματος και κατά κανόνα εμφανίζεται μετά την εμφάνιση των ρινικών συμπτωμάτων, ωστόσο όταν εμφανίζεται, αναφέρεται συχνά ως το πιο ενοχλητικό σύμπτωμα. Σε μερικούς ασθενείς, η εμφάνιση βήχα συνδέεται με επέκταση της ιογενούς λοίμωξης στο κατώτερο αναπνευστικό.
Η συνήθης αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος περιλαμβάνει συμπτωματική αγωγή για τα επιμέρους συμπτώματα, όπως η ρινική συμφόρηση, η καταρροή, ο ερεθισμένος λαιμός και η κεφαλαλγία(2).
Η συμπτωματική θεραπεία του κοινού κρυολογήματος έχει στοχεύσει στην ανακούφιση των πιο ενοχλητικών συμπτωμάτων της πάθησης. Στα φαρμακεία διατίθενται πολλά μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα με αυτές τις ενδείξεις, όπως ρινικά αποσυμφορητικά, αναλγητικά, αντιβηχικά, βλεννολυτικά. Αν και τα αντιβιοτικά δεν είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των ιογενών λοιμώξεων, χρησιμοποιούνται ευρέως στην αντιμετώπιση των μη επιπλεγμένων ιογενών λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού(1).
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ: ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ - ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ Η' ΤΟΝ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟ ΣΑΣ.
Mη συνταγογραφούμενο φάρμακο για τα πρώτα συμπτώματα και κατά τη διάρκεια ενός κρυολογήματος. Μη χορήγηση σε <6 ετών, κύηση, θηλασμό, υπερευαισθησία στα συστατικά ή φυτά της οικογένειας των Compositae, δυσανεξία σε γαλακτόζη, φρουκτόζη, έλλειψη λακτάσης, δυσαπορρόφηση γλυκόζης–γαλακτόζης, ανεπάρκεια σακχαράσης-ισομαλτάσης. Επί εμμονής των συμπτωμάτων πέραν της εβδομάδας ή επιδείνωσης, απαιτείται ιατρική συμβουλή. Κάθε δισκίο περιέχει, κατά μ.ο. 0,2 gr υδατανθράκων.
IMPR/DPM/WBC/11_2024/01